κοτύλῳ

κοτύλῳ
κότυλος
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκσπένδω — ἐκσπένδω (Α) χύνω υγρό ως σπονδή στους θεούς, κάνω σπονδή («οἶνον ἐξέσπενδε κοτύλῳ» έκανε σπονδή χύνοντας κρασί από ένα αγγείο, Ευριπ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”